Λίσαι — Αρχαία πόλη της Κροσσαίας, στη Χαλκιδική, στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου … Dictionary of Greek
διυλίσαι — διῡλίσαι , διυλίζω strain aor inf act διῡλίσαῑ , διυλίζω strain aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιμαλίσαι — σκιμᾱλίσαι , σκιμαλίζω jeer at aor inf act σκιμᾱλίσαῑ , σκιμαλίζω jeer at aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλίσαι — ἐνᾱλίσαι , ἐν ἁλίζω 1 gather together aor inf act ἐνᾱλίσαῑ , ἐν ἁλίζω 1 gather together aor opt act 3rd sg ἐν ἁλίζω 2 salt aor inf act ἐναλίσαῑ , ἐν ἁλίζω 2 salt aor opt act 3rd sg ἐν ἀλινδέω make to roll. aor inf act ἐναλίσαῑ , ἐν ἀλινδέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)